- διαγραμμίζω
- (AM διαγραμμίζω)διαιρώ με γραμμές, χαρακώνωαρχ.παίζω πεσσούς, ντάμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαγραμμίζω — διαγράμμισα, διαγραμμίσθηκα, διαγραμμισμένος, χωρίζω με γραμμές για να διαιρέσω κάτι, χαρακώνω: Ο δρόμος αυτός είναι πολύ επικίνδυνος, γιατί δεν έχουν διαγραμμίσει τις λωρίδες κυκλοφορίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαγραμμίζει — διαγραμμίζω divide by lines pres ind mp 2nd sg διαγραμμίζω divide by lines pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαγραμμίζειν — διαγραμμίζω divide by lines pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)